- λεύσσετε
- λεύσσωlookpres imperat act 2nd plλεύσσωlookpres ind act 2nd plλεύσσωlookimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεύσσεθ' — λεύσσετε , λεύσσω look pres imperat act 2nd pl λεύσσετε , λεύσσω look pres ind act 2nd pl λεύσσεται , λεύσσω look pres ind mp 3rd sg λεύσσετο , λεύσσω look imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λεύσσετε , λεύσσω look imperf ind act 2nd pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύσσετ' — λεύσσετε , λεύσσω look pres imperat act 2nd pl λεύσσετε , λεύσσω look pres ind act 2nd pl λεύσσεται , λεύσσω look pres ind mp 3rd sg λεύσσετο , λεύσσω look imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λεύσσετε , λεύσσω look imperf ind act 2nd pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύσσω — (Α) 1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ. β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.) 2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῑαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ. β. «κυανοῡν δ ὄμμασι… … Dictionary of Greek